Χ. Μπότσογλου

Μια βραδιά στου ΣάμηΜια βραδιά στου Σάμη

Από τον Χρόνη Μπότσογλου

Ζηλεύω πολύ τους καλούς καλλιτέχνες, τους καλούς ζωγράφους, τους καλούς χαράκτες, τους καλούς γλύπτες, τους σπουδαίους ποιητές και λογοτέχνες, αυτούς που δικαιώνουν το όνομα της Τέχνης που υπηρετούν.

Θα προσπαθήσω λοιπόν, να σας εκθέσω τους λόγους που ζηλεύω τον ζωγράφο- χαράκτη- ποιητή, Γιάννη Στεφανάκι. Κυρίως όμως ζηλεύω τον χαράκτη- τυπογράφο και εκδότη του περιοδικού Νέο Επίπεδο.

Με γοητεύει αφάνταστα το γράψιμο ενός βιβλίου, όμως άλλο τόσο με γοητεύει η δημιουργία , ο σχεδιασμός ενός βιβλίου. Ένα περιοδικό που φιλοξενεί στις σελίδες-του την εικόνα και την ποίηση, τον στοχασμό και το όνειρο. Αυτό λίγοι το έχουνε στο αίμα-τους και μπορούν να το υλοποιήσουν, να πάρει μορφή, να γίνει πολύτιμο αντικείμενο.

Ευτυχώς στον τόπο-μας τέτοιοι υπέροχοι καλλιτέχνες που ενώνουν τον λόγο με την εικόνα ενώνοντας τη ποίηση με την μαστοριά. Ενδεικτικά αναφέρω: Γιάννης Βαλαβανίδης (Θεμέλιο), Νίκος Χουλιαράς (Νεφέλη), Κάρολος Τσίζεκ Χριστιανόπουλος (διαγώνιος), ο φίλος-μου Σάμης Νίκος Βοζίκης και άλλοι που λησμόνησα, ή που δε τους ξέρω καν. Μιλώ γι αυτήν τη μαγεία, που την περιγράφει ο Γιάννης Στεφανάκις στο δίφυλλο, «ποίημα» το ονομάζω, με τίτλο «ΤΟ ΑΓΛΑΟΝ-η κλασσική τυπογραφεία». Ένα δημόσιο μαιευτήριο (η τυπογραφία) όπου γεννιέται η μορφή κάθε εποχής, όπου γεννιέται το πνεύμα και το πρόσωπο της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής-μας.

Η χαρακτική που γεννήθηκε με τη τυπογραφία και έγινε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της ζωγραφικής τέχνης, που το ανεβάσανε στο ψηλότερο σημείο της Τέχνης, μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Ντίρερ, ο Ρέμπραντ, ο Γκόγια, ο Πικάσσο, για να αναφερθώ μονάχα στις μεγάλες κορυφές. Η χαρακτική με τη ξυλογραφία, τη χαλκογραφία, τη Λιθογραφία, τη Μεταξοτυπία, την παραδοσιακή μεταξοτυπία των Γιαπωνέζων και του Γουόρχολ, και όχι τη μεταξοτυπία- όφσετ, που συνηθίζουνε οι περισσότεροι Έλληνες ζωγράφοι και την υπογράφουν σαν πρωτότυπο έργο.

Κατάφερα και έγινα κακός, και αυτό είναι θετικό γιατί ο χώρος της Τέχνης είναι σκληρός και άτεγκτος. Γιατί η Τέχνη δεν είναι κάθομαι ως μεγαλοφυΐα και κατεβάζω ιδέες. Η ιδέα στη τέχνη γεννιέται από το υλικό που την πραγματεύεται, καθορίζεται από αυτό, γεννιέται μέσα σ’ αυτό. Μιλάμε λοιπόν για μαστόρους, με τη παλιά σημασία του όρου. Τότε που μετρούσε η αξιοπρέπεια, ο λόγος και όχι η κομπίνα και το φιάσκο.

Θέλω να πω ότι η κουζίνα στη τέχνη της χαρακτικής γεννά το έργο. Και ο καλλιτέχνης που θέλει να κάνει χαρακτική, οφείλει να ξέρει τις τεχνικές για να βρίσκει, με φαντασία, τις λύσεις εκείνες που ταιριάζουνε, για την εικόνα η οποία απαιτεί να γεννηθεί.

Τέτοιος μάστορας της αίσθησης η οποία διορθώνει την γνώση είναι ο Στεφανάκις. Το υλικό και η τεχνική της χαρακτικής, που περισσότερο ταιριάζει, νομίζω στην ιδιοσυγκρασία και το όραμά-του, είναι η χάραξη σε πλάγιο ξύλο.

Η χαρακτική σε πλάγιο ξύλο αξιοποιήθηκε, σαν βασικό εκφραστικό υλικό των περισσότερων ζωγράφων του γερμανικού εξπρεσιονισμού, και κυρίως της ομάδας της «Γέφυρας» – «Μπρίκε». Καλλιτέχνες όπως ο Έρικ Χέκελ, ο Λούντβιχ Κίρχνερ, ο Ότο Μύλερ, ο Εμίλ Νόλντε, ο Μάχ Πεχστάιν, ο Καρλ Σμιτ Ρότλουφ. συνδέσανε την ξυλογραφία με την τυπογραφία αλλά και τα μεγάλα επιτεύγματα της γερμανικής παράδοσης.

Με αφορμή την αναδρομική έκθεση χαρακτικής του Γιάννη Στεφανάκι στη δημοτική πινακοθήκη της Λαμίας, κυκλοφόρησε μια ειδική έκδοση του «νέου επίπεδου» με τη χαρακτική των χρόνων 1975-2005. Ένα πολύ ωραίο βιβλίο όπου παρακολουθούμε την πορεία-εξέλιξη της χαρακτικής-του. Μια πορεία που αναζητά την αλήθεια της τέχνης, αλλά και του κόσμου που ζούμε.

Ξεκινά μαθαίνοντας, τα μυστικά της τέχνης-του βλέποντας το έργο παλαιότερων μαστόρων, Κορογιαννάκη, Θεοδωρόπουλου, Μόσχου, Ρέγγου, Γραμματόπουλου και όλων που αφήσανε το ίχνος-τους στην Ελληνική Χαρακτική. Από το εναρκτήριο «τοπίο» του 1975 μέχρι την «Οδό Αισχύλου» του ’82, το «θέλει να φύγει να χαθεί, διέξοδο ζητά», του 1984, και το «Τροχός», έμαθε πάρα πολλά. Έτσι από τη «μεγάλη καταστροφή» του 1987 μέχρι τις «κιβωτούς» του 1996 διαμορφώνεται πλήρως ο προσωπικός-του εικαστικός χώρος. Που μπορεί να πει και να κάνει μονάχα αυτό που τον ενδιαφέρει, τα «παράθυρα» το 1996, τη «Λίθινη εποχή», στο «πορτρέτο του Μανώλη Αναγνωστάκη» το2000, τα παιχνίδια, το «χαράζω το θρανίο» το 2002 μέχρι την «Απόδραση» το 2005. Τριάντα χρόνια πλούσια, τριάντα χρόνια γεμάτα, μια υπέροχη πορεία χαρακτικής. Πλούσια χρόνια δημιουργίας…

Θα άξιζε να παρακολουθήσουμε, παράλληλα με την πορεία-του στη χαρακτική τη συνολική-του καλλιτεχνική πορεία. Θ α απαιτούσε όμως χρόνο και προετοιμασία που ξεπερνά τα όρια αυτής της συνάντησης-μας. Τότε θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τις αναλογίες που εμφανίζονται, αλλά ακόμη περισσότερο θα μπορούσαμε να ερευνήσουμε πόσο η κάθε καλλιτεχνική έκφραση, ακριβώς μέσα από τις ιδιαιτερότητες-της, τροφοδοτεί τις άλλες. Βέβαια, θα μου πείτε, μα αφού ο ίδιος άνθρωπος τις δημιουργεί όλες, είναι φυσικό αυτονόητο να υπάρχουν αναλογίες- αντιστοιχίες. Όχι σε μια εποχή τόσο διαλυμένη, που η κοινωνική εικόνα είναι αλλοτριωμένη, δεν είναι καθόλου φυσικό. Αντίθετο η συνολική εικόνα είναι ένα αιτούμενο των καλλιτεχνών που αναζητούνε την έκφραση. Λίγοι το πετυχαίνουνε. Ο Στεφανάκις έχω την εντύπωση πως τα κατάφερε και αυτός είναι ο λόγος που εισπράττουμε μια αίσθηση πληρότητας μπροστά στα έργα του.

Για όλους αυτούς λοιπόν τους λόγους ζηλεύω τον Γιάννη Στεφανάκι.

Κείμενο που διάβασε ο Ζωγράφος Χρόνης Μπότσογλου στις 8 Μαρτίου στο μικρό βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Γαβριηλίδη με αφορμή την παρουσίαση των βιβλίων των Καβάφη – Καρυωτάκη και την έκθεση χαρακτικών του Γιάννη Στεφανάκι.

Leave a Reply